- βαλανηφάγος
- βᾰλᾰνη-φάγος [φᾰ], ον,A acorn-eating, esp. of Arcadians, Alc.(?).91, Orac. ap. Hdt.1.66, Plu.Cor.3, Nonn.D.13.287, Them.Or.26.316c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλανηφάγος — βαλανηφάγος, ο (Α) αυτός που τρώει βαλανίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + φαγος < φαγείν, απρμφ. αόρ. β του εσθίω, με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο προς αποφυγή τριών βραχείων συλλαβών] … Dictionary of Greek
βαλανηφάγος — acorn eating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγον — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem acc sg βαλανηφάγος acorn eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγοι — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλανηφάγους — βαλανηφάγος acorn eating masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως … Dictionary of Greek
βαλανηφαγία — βαλανηφαγία, η (Α) [βαλανηφάγος] το να τρώει κανείς βαλανίδια … Dictionary of Greek